Κι εμείς καλύτερα. Πόσο συχνά ακούμε αυτή την προτροπή από την πελάτισσα μας, εμείς οι τεχνικοί, όταν ξεκινάμε να βάψουμε τα μαλλιά της;
Διατυπώνεται ξεκάθαρα η επιθυμία από την πλευρά της κυρίας, αλλά εμείς πρέπει να την σεβαστούμε; Είναι ξεκάθαρο πως όχι.
Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια παγίδα που μας στήνει άθελά της η πελάτισσά μας και εμείς πρέπει να την αποφύγουμε. Προσωπικά, πιστεύω ότι ούτε οι ίδιες οι αξιότιμες πελάτισσές μας γνωρίζουν τι ακριβώς ζητούν, όταν θέλουν το μαλλί τους να μην κοκκινίζει.
Διαπίστωσα επανειλημμένως ότι αυτό που φοβάται μια γυναίκα σχετικά με το κοκκίνισμα είναι να έχει ρίζες και λευκά που δεν έχουν καλυφθεί σωστά και φωσφορίζουν ή ένα χάλκινο χρώμα πολύ έντονο ή ένα κατακόκκινο χρώμα πολύ έντονο.
Αναφέρομαι στις περιπτώσεις που το επιθυμητό χρώμα είναι καφέ, καστανό-μαρόν, ακόμα και σκούρο ξανθό ή μελί. Θα μπορούσαν αυτά τα χρώματα να μην έχουν θερμή χροιά; Χωρίς αυτή τη θερμή χροιά δεν θα είχαμε αποτέλεσμα με λάμψη. Αντιθέτως, θα είχαμε μουντά χρώματα, τα οποία κάποιες βέβαια τα προτιμούν αλλά πολύ λίγες σε σχέση με όλες εκείνες που λένε ότι δε θέλουν να κοκκινίζει το χρώμα τους. Γιατί η λάμψη στα χρώματα αποδίδεται με θερμούς τόνους, είτε αυτοί εμπεριέχονται σε μεγάλο είτε σε μικρό ποσοστό.
Πως θα αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, ένα τέτοιο περιστατικό; Το βασικό είναι να μην «παγώσουμε» με την απαίτηση της πελάτισσάς μας και αποκλείσουμε μονομιάς τα θερμά χρώματα. Μία πρώτη ερώτηση θα μπορούσε να είναι: «Τι εννοείτε να μην κοκκινίζει; Τι θεωρείτε κόκκινο εσείς;» Εδώ είναι λεπτό το σημείο, γιατί μας νοιάζει το τι θεωρεί η πελάτισσά μας «κόκκινο» και όχι εμείς. ‘Έτσι μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες για αρχή. Το δεύτερο που θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε είναι να της δείξουμε/προτείνουμε στο χρωματολόγιο των βαφών δύο χρώματα σχετικά με αυτά που ζητάει, ένα ουδέτερο αλλά όχι καθαρά ψυχρό και ένα πιο θερμό.Εδώ μπορούμε να «παίξουμε» πολύ με τα χρώματα, αρκεί να επιλέξουμε μόνο δύο χρώματα και σπανιότερα τρία, έτσι ώστε να μην μπερδέψουμε την πελάτισσά μας. Με αυτή τη διαδικασία και μετά από προσωπική παρατήρηση, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες διαλέγουν ένα χρώμα που έχει, έστω και λίγη θερμή απόχρωση, άρα λάμψη.
Αντιθέτως, αν πέσουμε στην παγίδα και δείξουμε δύο χρώματα που δεν κοκκινίζουν, άρα δύο ψυχρά, θα καταλήξουμε να φτιάξουμε ένα χρώμα μουντό, χωρίς λάμψη που πιθανόν θα μπορούσε και να το κάνει στο σπίτι της μόνη ή από ένα «βαλιτσάκι». Τότε θα έχουμε υποβαθμίσει τη δουλειά μας, γιατί δε θα έχουμε δείξει τις δυνατότητές μας ως τεχνίτες.
Συνοψίζοντας, ας αναλογιστούμε γιατί πρέπει να μπούμε στη περιπέτεια να βρούμε τι «κοκκινίζει» και τι όχι και να το εξηγήσουμε στην πελάτισσά μας, ενώ θα μπορούσαμε να κινηθούμε με ασφάλεια και να φτιάξουμε απλά κι ωραία ένα ψυχρό χρώμα;
Γιατί αυτή είναι η δουλειά και ο ρόλος μας. Ο τεχνικός σε ένα κομμωτήριο, δεν βρίσκεται εκεί για να εκτελέσει μια παραγγελία, να φτιάξει μια βαφή, όπως ένας καφετζής θα φτιάξει ένα καφέ. Ο τεχνικός, που όλοι πρέπει να είμαστε, έχει την ευθύνη να δημιουργήσει, όχι να φτιάξει, ένα μοναδικό χρώμα με χαρακτήρα όπως θα κάνει ένας barrista με μια δημιουργία καφέ.
Άρα, ας αφήσουμε τα χρώματα να «κοκκινίζουν» και ας δώσουμε λάμψη στις πελάτισσές μας κάνοντάς τις εντυπωσιακές!